χαυλιόδους

χαυλιόδους
-οντος, ο / χαυλιόδους, -ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν
το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και διαφορετικές από τη λήψη τροφής λειτουργίες
νεοελλ.
ζωολ. γένος σολομονόμορφων βαθυπελαγικών ιχθύων
μσν.-αρχ.
(για ζώο) αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. τού οποίου το β' συνθετικό -όδων / -όδους ανάγεται στη λ. ὀδούς*, -όντος (πρβλ. καρχαρ-όδων), ενώ το α' συνθετικό χαυλι- παραμένει δυσερμήνευτο, παρά τις απόψεις ορισμένων μελετητών, σύμφωνα με τις οποίες έχει προέλθει από το θ. χαF- τής λ. χάος* (πρβλ. χαῦνος) με ένα επίθημα σε -λι-, οπότε η αρχική σημ. τής λ. θα ήταν «με δόντια που απέχουν, που αφήνουν κενά μεταξύ τους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαυλιόδους — with outstanding teeth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιοδόντων — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem gen pl χαυλιόδων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντα — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem acc sg χαυλιόδων neut nom/voc/acc pl χαυλιόδων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντας — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem acc pl χαυλιόδων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντες — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem nom/voc pl χαυλιόδων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντι — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem dat sg χαυλιόδων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντος — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem gen sg χαυλιόδων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδουσι — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) χαυλιόδων dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδουσιν — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) χαυλιόδων dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυλιόδοντ' — χαυλιόδοντα , χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem acc sg χαυλιόδοντι , χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem dat sg χαυλιόδοντε , χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem nom/voc/acc dual χαυλιόδοντα , χαυλιόδων neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”